ζηλότυπος

ζηλότυπος
ζηλότῠπ-ος, ον, ([etym.] τύπτω)
A jealous, Ar.Pl.1016, Men.Pk.409, J.AJ 5.8.2, etc.; title of mime by Herodas;

ζ. ὀδύναι AP5.151

(Mel.);

τὸ ζ. Phld.Hom.p.41

O. Adv.

-πως Str.14.1.20

;

ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα J.BJ1.22.3

;

πρός τινα Aeschin.Socr.Oxy.1608.83

: [comp] Sup.

-ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα Ael.VH12.16

.
2 eager,

πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν Ptol.Tetr.62

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζηλότυπος — jealous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία …   Dictionary of Greek

  • ζηλότυπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ζηλεύει, φθονεί. 2. αυτός που ανησυχεί για την πίστη της συντρόφου του: Ζηλότυπος εραστής. – Οι συγκλητικοί ζηλότυπα προσέχουν να μην εκλεγεί κανένας ύπατος που δεν ανήκει στην τάξη τους. – Κρατάει ζηλότυπα τον τίτλο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζηλοτυπώτατα — ζηλότυπος jealous adverbial superl ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλοτυπώτατον — ζηλότυπος jealous masc acc superl sg ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλοτύπως — ζηλότυπος jealous adverbial ζηλότυπος jealous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλότυπον — ζηλότυπος jealous masc/fem acc sg ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλοτυπώτατος — ζηλότυπος jealous masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλοτύποις — ζηλότυπος jealous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλοτύπου — ζηλότυπος jealous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλοτύπους — ζηλότυπος jealous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”